ἀρχοντόνυφη

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρχοντόνυφη

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀρχοντόνυφη ἡ, Πελοπν. (Ἀρκαδ. Μάν.) ἀρχοντονύφη Ἤπ. -Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. ἄρχοντας καὶ νύφη.

Σημασιολογία

1) Νύμφη πολύφερνος, πλουσία Ἤπ. Πελοπν. (Μάν.)-Λεξ. Δημητρ.: Ἀρχοντοπαντρεύτηκε καὶ πῆρε ἀρχοντονύφη Λεξ. Δημητρ. 2) Νύμφη μὲ ἀρχοντικὸν παράστημα Πελοπν. (’Αρκαδ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/