γιδαρίτσα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιδαρίτσα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γιδαρίτσα ἡ, ἀμάρτ. ιδαρίτσα Κορσ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γιδάρα καὶ τῆς ὑποκορ. καταλ. -ίτσα.

Σημασιολογία

Θωπευτικῶς, ἡ αἴξ: Μία ιδαρίτσα χρονιˬάρικη. Εἴχαμε ιδαρίτσε. Τήραξε ἡ ιδαρίτσα τίλογου ἐμεγάλωσε!

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/