γιδᾶτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιδᾶτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γιδᾶτος ἐπίθ. γιδᾶτο τό, Κρήτ. (Ἀχεντρ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γίδι καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ᾶτος.
Σημασιολογία
Γιδαρε͜ιό, τὸ ὁπ. βλ.: Ἔ, τὸ μαυροσκότεινο τὸ γιδᾶτο! Ὅdεν ἤθελα βορνίσουνε, ἐμαύριζ’ ὁ τόπος (βορνίσουνε = ἐκκινήσουν). Δὲν ἐφάνηκ’ ἀπόψε τὴ bροσαργατινὴ τὸ γιδᾶτο τοῦ Σήφη (προσαργατινὴ = ἀργὰ τὸ ἀπόγευμα).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA