βάζι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βάζι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βάζι το, ὡς ναυτικὸς ὃρ. πολλαχ.
Ετυμολογία
Ἀγνώστου ἐτύμου.
Σημασιολογία
Συνήθως πληθ. βάζιˬα, οἰ ὁλκοί, τὰ ξύλα, ἐπὶ τῶν ὁποίων στηριζόμενον τὸ πλοῖον καθελκύεται εἰς τὴν θάλασσαν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA