βάζο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βάζο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βάζο τό, βάζον Κύπρ. κ.ἀ. βάζο σύνηθ. βάζου βόρ. ἰδιώμ. βάιου Μακεδ. (Χαλκιδ.)

Ετυμολογία

Τὸ Ἰταλ. vaso.

Σημασιολογία

1) Δοχεῖον συνήθως ὑάλινον, ἀλλὰ καὶ πήλινον, χρῆσιμον διὰ γλυκά, ἄλλα ἐδώδιμα, ἄνθη κττ. σύνηθ. Συνών. βάζος 3. 2) Δοχεῖον ὑάλινον περιβεβλημένον διὰ πλέγματος ἐκ κλάδων λύγου Μακεδ. (Χαλκιδ.) Συνών. νταμιτζάνα. 3) Τὸ ἐσωτερικόν τῆς ἐκκλησίας Κεφαλλ.: Παροιμ. φρ. Κατὰ τὸ βάζο τσ’ ἐκκλησιˬᾶς εἶναι ὁ ψάλτης κιˬ ὁ παππᾶς.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/