ἀρχοντοπιˬάνομαι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρχοντοπιˬάνομαι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀρχοντοπιˬάνομαι πολλαχ. ἀρκοντοπιˬάνομαι Ρόδ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἄρχοντας καὶ τοῦ ρ. πιˬάνομαι.

Σημασιολογία

1) Ἐπιδιώκω σχέσεις κοινωνικὰς μὲ εὐγενεῖς καὶ πλουσίους πολλαχ. : Ἀρχοντοπιˬάνεται αὐτός. Ἀρχοντοπιˬάστηκε καὶ τὸν χάσαμε ἀπὸ τὴν παρέα. 2) Προσπαθῶ νὰ παρουσιάσω τὸν ἑαυτόν μου ὡς πλούσιον ἐνῷ εἶμαι πτωχὸς πολλαχ.: Ἀρχοντοπιˬάνεται σὰν νὰ μὴν τόνε ξέρουμε. Συνών. ἀρχοντοφέρνομαι (ἰδ. ἀρχοντοφέρνω), μεγάλοπιˬάνομαι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/