γαλατούδι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαλατούδι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γαλατούδι τό, ΠΓενναδ. Γεωργ. γλωσσάρ. 13 γαλατοὺδ’ Θρᾴκ. (Αἶν.)
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. γάλα διὰ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ούδι.
Σημασιολογία
1) ᾿Ολίγη ποσότης γάλακτος Θρᾴκ. (Αἶν): Ἔβγα φ’δούδ' μ' νὰ φάς γλυκὸ γλυκὸ γαλατούδ’ (ἐκ παραμυθ.) 2) Ἡ δευτέρα ἀποδερμάτωσις τοῦ μεταξοσκώληκος ΠΓεννάδ ἔνθ᾽ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA