ἀρχοντοπουλλάκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρχοντοπουλλάκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀρχοντοπουλλάκι τό, ἀμάρτ. ἀρκοdοπουλλάκι Κεφαλλ.
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. ἀρχοντόπουλλο.
Σημασιολογία
Τὸ μικρὸν τέκνον εὐγενοῦς, πλουσίου: Καλῶς τ’ ἀρκοdοπουλλάκιˬα!
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA