γαλατοφάει
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαλατοφάει
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γαλατοφάει τό, Πόντ. (᾿Αμισ. Χαλδ. κ.ἀ.) γαλοφάει Πόντ. (Οἰν. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. γάλα καὶ φαεῖ. Τὸ γαλοφάει κατ᾿εὐθεῖαν ἐκ τῆς ὀνομαστικῆς.
Σημασιολογία
1) Τὸ κοινὸν ἔδεσμα ρυζόγαλο Πόντ. (’Αμισ.) 2) Φαγητὸν παρασκευαζόμενον ἀπὸ κολοκύνθην, ἡ ὁποία βράζει μὲ γάλα Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) Συνών. γαλατοκολόκυθο. 3) Ἔδεσμα ἐκ γάλακτος μετὰ τριμμένου ἐν αὐτῷ ἄρτου Πόντ. (Οἰν.) Συνών. γαλατοτριψιˬάνα, γαλατόψωμο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA