γιδοβίτσα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιδοβίτσα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γιδοβίτσα ἡ, Δ.Λουκόπ., Ποιμεν. Ρούμελ., 59, 167 γιδουβίτσα Θεσσ. (Μοσχᾶτ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Βόιον Ζουπάν. Λιμπίν.) ’δουβίτσα Στερελλ. (Αἰτωλ. Γραν. Εὐρυταν. Φθιῶτ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γίδα ἢ γίδι καὶ βίτσα.
Σημασιολογία
1) Ποίμνιον αἰγῶν Δ. Λουκόπ ἔνθ᾽ ἀν., 59. Συνών γιδοκοπή. 2) Ἀγέλη ἡ ὁποία ἀποτελεῖται ἀπὸ οἰκοσίτους αἶγας, τὰς ὁποίας τρέφουν αἱ οἱκογένειαι ἑνὸς χωρίου Θεσσ. (Μοσχᾶτ.) Μακεδ. (Ζουπάν.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Γραν. Εὐρυταν. Φθιῶτ.) -Δ. Λουκοπ., ἔνθ᾽ ἀν., 167: Πόσα γίδιˬα ἔβαλις ’ς τ’ ’δουβίτσα; Γραν. Ἡ κάθε νοικοκυρὰ ἀκούοντας τὸ σφύριγμα ὁδηγεῖ τὶς γίδες της ’ς τὸ ὡρισμένο μέρος. Σιγὰ σιγὰ γίνεται ἕνα μπουλούκι γίδιˬα, ἡ γιδοβίτσα τοῦ χωριˬοῦ, ὅπως τὸ λένε Δ. Λουκοπ. ἔνθ’ ἀν., 167. β) Πληθ. γιδοβίτσες, τὰ οἰκόσιτα αἰγοπρόβατα Μακεδ. (Βόιον). Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Γιδοβίτσα Πέλοπν. (Γύθ. Μάν.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA