ἀρχοντορρίζι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρχοντορρίζι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀρχοντορρίζι τό, ἀμάρτ. ἀρχουντουρρίζ’ Λέσβ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀμαρτ. οὐσ. ἀρχοντόρριζα ἢ ἐκ τῶν οὐσ. ἄρχοντας καὶ ριζίν.

Σημασιολογία

Οἰκία ἀρχοντική, οἰκία εὐγενοῦς, πλουσίου (οἰκία ἐν ᾗ τρόπον τινὰ ἔχει ριζωθῆ ἡ ἀρχοντιˬά): ᾎσμ. Χίλιˬα καλῶς οὑρίσατι’ς αὐτὸ τ᾿ ἀρχουντουρρίζι ποῦ μέσα κόρη κάθιτι, τοὺ σύρμα μασουρίζει (μασουρίζει = τυλίσσει εἰς τὰ μασούρια).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/