γιδοβλογιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιδοβλογιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γιδοβλογιˬὰ ἡ, Λεξ. Βλαστ. 402 γιδουβλουιˬὰ Στερελλ. (Ναύπακτ.) γιδουβλοεˬὰ Θεσσ. (Μαυρέλ. Φωτειν.) Μακεδ. (Γηλοφ. Δασοχώρ. κ.ἀ.) ’δουβλουιˬὰ Στερελλ. (Ναύπακτ. Φθιῶτ. Φωκ.) – Δ. Λουκοπ., Ποιμεν. Ρούμελ. 199.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γίδα ἢ γίδι καὶ βλογιˬά.
Σημασιολογία
Νόσος τῶν αἰγῶν ἐξανθηματική καὶ λοιμώδης ἔνθ’ ἀν.: Ὤ ρέ, γιδουβλουεˬὰ τά ᾽πιασε τὰ γίδιˬα τ’ Θύμιˬου Γήλοφ. Τά ᾽χασι τὰ γίδιˬα τ᾽ ποὺ τὴ γιδουβλουιˬὰ Ναύπακτ. Συνών. γιδοβλογι Πβ. ἀγελαδοβλογιˬά, προβατοβλογιˬά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA