βαζωμαχῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαζωμαχῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βαζωμαχῶ Δαρδαν. Θρᾴκ. κ.ἀ. βαζουμαχῶ Θρᾴκ. (Μάδυτ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. βάζω (Ι) καὶ τοῦ -μαχῶ, περὶ οὗ ὡς παραγωγικῆς καταλ. ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾶ. 22 (1910) 251.
Σημασιολογία
1) Βαζωκοπῶ 1, ὃ ἰδ., Θρᾴκ. 2) Βαζωκοπῶ 2, ὃ ἰδ., Δαρδαν. Θρᾴκ. (Μάδυτ. κ.ἀ.): Βαζωμαχάει ἢ βαζωμάχησε ὁ κόσμος Θρᾴκ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA