βαζωτὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαζωτὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
βαζωτὸς ἐπίθ. Κάρπ. κ.ἀ. βατζωτός Τῆλ. γαζωτὸς Κάρπ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. βάζο καὶ τῆς καταλ -ωτός. Περὶ τοῦ γαζωτὸς ἰδ. Β5.
Σημασιολογία
Ὁ ἔχων σχῆμα βάζου ἢ ὁμοιάζων μὲ βάζο ἔνθ’ ἀν.: ᾎσμ. Περιουρίζει τὰ ᾿εντρά, ἀθ-θοὺς περισυνάει, μαεύγει ρόα ᾿ιˬαλεχτὰ κιˬ ἀθ-θοὺς κουτσανοιμένους νὰ κάμῃ φούζιˬαν βαζωτὴ καὶ φούζιαν ξομπλιασμένην νὰ ᾽ώκῃ τοῦ πολ-λααποῦ τ᾽ ἀούρου τοῦ καλοῦ της (μαεύγει=μαδεύει, συνάγει, ’ιˬαλεχτά=διαλεχτά, ρόα=ρόδα, φούζιˬαν=φούνταν, ἤτοι ἀνθοδέσμην) Κάρπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA