γαλατσίδα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαλατσίδα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γαλατσίδα ἡ, γαλατίδα Λεξ. Γαζ. (λ. τιθύμαλος) γαλακίδα Πελοπν. (Μάν.) γαλατσίδα κοιν. γαλαντζίδα Πελοπν. (Καλάβρυτ. Κλουτσινοχ.) γαλαξίδα Πελοπν. (᾿Αρκαδ.) χαλατσίδα Εὔβ. (Κουρ.) gαλα-ιdα Καλαβρ. (Μπόβ.) γαλατσ’δᾲ Πάρ. (Λεῦκ.) γαλασίδα Ἄνδρ. Μύκ. Σύμ. Τῆν. ᾿αλατσίδα Νάξ. (’Απύρανθ.) ᾿αγλατσίδα Κύθηρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. γαλατίδα, ὃ ἐκ τοῦ ἀρχ. γαλακτίς.
Σημασιολογία
1) Πᾶν χόρτον ἔχον γαλακτώδη ὀπὸν (ἰδ. ΜΣτεφανίδ. Ὁρολογ. Δημώδ. 1, 7). ὅθεν ἡ πρόληψις ὅτι τινὰ τῶν φυτῶν τούτων κατεβάζουν γάλα εἰς τὰς θηλαζούσας γυναῖκας, συνών. γαλατόχορτο α) Οἱ τῶν ἀρχαίων τιθύμαλοι, οἱ νῦν κοινῶς φλόμοι καλούμενοι. τοῦ γένους τοῦ εὐφορβίου (euphorbia) τῆς τάξεως τῶν γρομφαδιωδῶν (scrofulariaceae), χορτώδη ἢ δενδρώδη φυτά, καὶ τούτων εἰδικώτερον τὰ μικρὰ ἐτήσια (ζιζάνια) μὲ ὀπὸν δηλητηριώδη χρήσιμα πρὸς ἄγραν ἰχθύων, ἤτοι εὐφόρβιον τὸ ἡλιοσκόπιον (euphorbia heliscopia), ὁ ἡλιοσκόπιος τιθύμαλος τοῦ Διοσκουρίδου, συνών. φλόμος, εὐφόρβιον ὁ κυπαρισσίας (euphorbia kyparissias), εὐφόρβιον ὁ χαρακίας (euphorbia characias), ὁ ἄρρην τιθύμαλος τοῦ Διοσκουρίδου, συνών. φλόμος, εὐφόρβιον τὸ Γεραρδιανὸν (euphorbia Gerardiana), εὐφόρβιον ὁ παραλίας (euphorbia paralias), ὁ παραλίας τιθύμαλος τοῦ Διοσκουρίδου, συνών. πελαγίδα, εὐφόρβιον ὁ πέπλος (euphorbia peplus), ἡ πέπλος τοῦ Διοσκουρίδου, συνών. γαλατσιδάκι 2, εὐφόρβιον τὸ χαλέππιον (euphorbia aleppica), ἡ τοῦ Διοσκουρίδου πιτυοῦσα, εὐφόρβιον ὁ μυρσινίτης (euphorbia myrsinites), ὁ θῆλυς ἤ μυρσινίτης τιθύμαλος τοῦ Διοσκουρίδου, εὐφόρβιον τὸ διτταδενῶδες (euphorbia biglandulosa), εὐφόρβιον ἡ χαμαισυκῆ (euphorbia hamaesyce), ἡ τοῦ Διοσκουρίδου χαμαισύκη, εὐφόρβιον τὸ δενδροειδὲς (euphorbia derndroides), συνών. ἀτσουμαλεˬά, ἀτσουτσούμαλ-λος, γαλόχορτο (δι' ὃ ἰδ. γαλατόχορτο), εὐφόρβιον τὸ σιλβατικὸν (euphorbia silvatica), συνών. γαλατσίδι, ἔνθ᾽ ἀν. β) Φυτὰ τῆς τὰξεως τῶν συνθέτων (compositae), ἤτοι πικρίδιον τὸ πικροειδὲς (picridium picroides), συνών. ἄγρια γαλατσίδα, ἄγρια πικραλίδα, λαγόψωμο, εἴδη ζόχου (sonchus), εἴδη θρίδακος (lactuca), συνών. μαρούλι, εἴδη κιχωρίου (cichorium), συνών. ραδίκι, εἴδη κρηπῖδος (crepis), συνών. πικραλίδα, ἰδίως κρηπὶς ἡ Διοσκουρίδειος (crepis Dioscoridi) καὶ τὸ φυτὸν μελανόφλοιος ἡ ρεζεδόφυλλος (scorzonera resedifolia) πολλαχ. Πβ. ἀγριορραδίκι 3. γ) ᾿Αστεροκέφαλος ἡ θαλασσία (scabiosa maritima) τῆς τάξεως τῶν διψακωδῶν (dipsacaceae) πολλαχ. δ) Τὸ φυτὸν περιπλοκὰς ἡ Ἑλληνικὴ (periploca Graeca) τῆς τάξεως τῶν ’Ασκληπιαδωδῶν (Asclepiadaceae). Συνών. περικοκλάδι. 2) Αἱ τῶν ἰχθύων σπερματοθῆκαι κατ᾽ ἀντίθεσιν πρὸς τὰς ᾠοθήκας τῶν θηλέων ἰχθύων Σῦρ. Μακεδ. κ.ἀ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA