γαλατώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαλατώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γαλατώνω, γαλαχτώνω Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Πόντ. (Χαλδ.) Ρόδ. Σῦρ. γαλατώνω Κρήτ. Λέρ. Πελοπν. (Καλάβρυτ. Καλάμ. Κλουτσινοχ. Λάκων. κ.ἀ.) Πόντ. (’Αμισ. Κερασ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) κ.ἀ. - Λεξ. Αἰν. γαλατών-νω Ρόδ. γαλατώνου Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ. γαλατσώνω Κῶς Πάτμ. Σύμ. Χίος κ.ἀ. - Λεξ. Μπριγκ. γαλατσώνου Μακεδ. (Καταφύγ.)

Ετυμολογία

γαλατώνω, γαλαχτώνω Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Πόντ. (Χαλδ.) Ρόδ. Σῦρ. γαλατώνω Κρήτ. Λέρ. Πελοπν. (Καλάβρυτ. Καλάμ. Κλουτσινοχ. Λάκων. κ.ἀ.) Πόντ. (’Αμισ. Κερασ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) κ.ἀ. - Λεξ. Αἰν. γαλατών-νω Ρόδ. γαλατώνου Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ. γαλατσώνω Κῶς Πάτμ. Σύμ. Χίος κ.ἀ. - Λεξ. Μπριγκ. γαλατσώνου Μακεδ. (Καταφύγ.)

Σημασιολογία

Α) Μετβ. 1) Παρέχω γάλα Πελοπν.: Γαλατώνω τὸ παιδὶ ν᾿ ἀποκοιμηθῇ. 2) Ἀναμειγνύω ὡς ἄρτυμα γάλα, ἐπὶ τροφῶν ἐν γένει Πόντ. (᾿Αμισ. Κερασ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) Σῦρ.: Γαλατώνω τὰ κορασίτας Χαλδ. Γαλατώνω τὴ ιρβὰν (σούπαν) αὐτόθ. Γαλαχτώνω τ᾿ ἀλεύρι καὶ κάνω τραχανᾶ Σῦρ. 3) Λερώνω, ρυπαίνω μὲ γάλα Κρήτ. Πόντ. (᾿Αμισ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.): ᾿Ασ᾽ σὰ χορτάρ ἐγαλακτῶθαν τὰ έρ μ’ (ἀπὸ τὰ χόρτα ἀλείφθησαν μὲ γάλα τὰ χέρια μου) Χαλδ. ’Εγαλάτωσα τὰ χέριˬα μου καὶ βγάνουνε θρασὰ (δυσοσμίαν) Κρήτ. ᾿Εγαλάτωσεν τὰ λώματα ᾽τ᾽ (τὰ ροῦχα του) Τραπ. Τὸ μωρὸ ἐγαλάτωσε τὰ έρ ’θε (τὰ χέρια του) Ὄφ. 4) ᾿Επιχρίω διὰ διαλελυμένης ἀσβέστου, ἀσπρίζω, ἀσβεστώνω Λέρ. Πάτμ. Πελοπν. (Καλάμ. Λακων. κ.ἀ.) Ρόδ. Σύμ. Χίος κ.ἀ. - Λεξ. Μπριγκ.: Κάθε Λαμπρὴ γαλατσώνουν τὰ σπίτιˬα Πάτμ. 5) Ὑπορρίπτω κατ' ὀλίγον ὕδωρ εἰς τὴν ζύμην, τὴν ὁποίαν ζυμώνω Πελοπν. (Καλάβρυτ.): Γαλαχτώνω τὸ ψωμί. Β) Ἀμτβ. 1) Πληροῦμαι γάλακτος, ἐπὶ τῶν μαστῶν γυναικῶν και ζῴων Κρήτ. Πελοπν. (Καλάβρυτ. Κλουτσινοχ.) Πόντ. (᾿Αμισ. Κερασ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) Ρόδ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ.: ᾿Αρχινάει νὰ γαλατώνῃ ἡ γίδα Κλουτσινοχ. Γαλατώνου dὰ βυζά τζης Κρήτ. ᾽Εγαλάτωσε τὸ ζῷ Ὄφ. Γαλάτουσαν τὰ πράματα Αἰτωλ. Γαλαχτώνουν οἱ προβατῖνες Καλάβρυτ. Μετοχ. γαλατωμένος, ὁ ἀποδίδων πολὺ γάλα, ἐπὶ ζῴων Πόντ. (Χαλδ.): Γαλατωμένον πρόβατον-χτῆνον (ἀγελάδα). Συνών. γαλατεύω. 2) Λαμβάνω γαλακτώδη σύστασιν, ἐπὶ τῶν σιτηρῶν πρὸ τῆς πλήρους ὡριμάνσεως καὶ στερεοποιήσεως τοῦ καρποῦ Κῶς Μακεδ. (Καταφύγ.) Πελοπν. (Καλάβρυτ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ. - Λεξ. Αἰν.: Γαλάτωσε τὸ σπαρτὸ Καλάβρυτ. Τὰ στάχυˬα γαλατσὼνουν Κῶς Στάχυˬα γαλατσωμένα αὐτόθ. Τὰ στάριˬα τοὺν ’Απριλ’ γαλατών’νι Αἰτωλ. 3) Ὡριμάζω Πόντ. (Χαλδ.): Τ᾽ ἀχράδ ἐρχίνεσαν νὰ χαλαχτών’νε.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/