γαλαφόρος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαλαφόρος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γαλαφόρος ἐπίθ. Πόντ. (Τραπ.) - ΑΘέρου Τραγούδια τῶν Ἑλλήνων 2(1952) 294. Θηλ. γαλαφόρα Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γάλα καὶ τοῦ ρ. φέρω.

Σημασιολογία

Ὁ σχηματισμὸς κατ’ εὐθεῖαν ἐκ τῆς ὀνομαστικῆς τοῦ οὐσιαστικοῦ ἀντὶ γαλατοφόρος. 1) Ὁ ἔχων πολὺ γάλα καὶ συνεκδοχικῶς ὁ ἔχων στήθη μεγάλα, ἐπὶ γυναικὸς Πόντ. (Τραπ.) - ΑΘέρος ἔνθ᾽ ἀν.: ᾌσμ. Νασὰν τὴ μάνναν ποῦ γεννᾷ τα τράντα χρόν μίαν κ᾿ εὐτάει υἱὸν Τραντέλλενον καὶ νύφεν γαλαφόρον Τραπ. Πο͜ιὰ εἶν᾿ σὰν τὴ μάννα ποῦ γεννάει τὰ τριˬάντα χρόνια μὶα καὶ κάνει γιˬὸ Τριˬανταέλλενο καὶ νύφη γαλαφόρο; ΑΘέρος ἔνθ᾽ ἀν. Τὸ θηλ. Γαλαφόρα ἐν τῇ ἐννοίᾳ τῆς παραγούσης πολὺ γάλα καὶ ὡς ὄνομα ἀγελάδος Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) 2) Ὁ λευκὸς ὡς τὸ γάλα Ποντ. (Χαλδ.): ᾎσμ. Ηὗρεν ἡ ή μ᾽ντ’ἐράευεν, ἄρ᾿ τὴν ἀγάπ’ ντ’ ἐθέλ’να, κορ’τζόπον δωδεκάχρονον κι ἀρχοντοφανιγμένον, τρυγόναν κατατόρνευτον, ἄσπρεσσαν, γαλαφόραν (ἀργοντοφανιγμένον = ἔχον ἀρχοντικήν, πλουσίαν ἐμφάνισιν) Χαλδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/