γαλεˬάγρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαλεˬάγρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γαλεˬάγρα ἡ, ᾿Αθῆν. Ἤπ. Θεσσ. Θρᾴκ. (Αἶν.) Λῆμν. Μακεδ. (Ἀρν. Βελβ. Θεσσαλον. Καταφύγ. Χαλκιδ.) Πελοπν. (Μεσσ.) κ. ἀ.-Λεξ. Γαζ. (λ. πιεστήριον ) Περίδ. Βυζ. γαλεάγρια Μακεδ. (Χαλκιδ.) gαλεˬάγρια Μακεδ. (Χαλκιδ.) καλεˬάγρα Ἄθ. Θεσσ. Μακεδ. (Χαλκιδ.) γαλάγρα Μακεδ. (Βλάστ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. γαλεˬάγρα=παγίς πρὸς σύλληψιν γαλῶν.
Σημασιολογία
1) Κλωβίον σιδηροῦν Πελοπν. (Μεσσ.)-Λεξ. Περίδ. 2) Κοχλιῶδες πιεστήριον ἐν γένει τῶν βιβλιοδετῶν ἢ ἄλλων ἐπαγγελματιῶν πρὸς ἔκθλιψιν ἐλαιῶν, κηρηθρῶν, σταφυλῶν κττ. ἔνθ’ ἀν. 3) Τὸ σφυρίον τοῦ πεταλωτοῦ Ἤπ. Μακεδ. (Καταφύγ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA