βαθιˬουτὲ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαθιˬουτὲ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

βαθιˬουτὲ ἐπίθ. Τσακων.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. βαθύνω, δι’ ὃ ἰδ. βαθένω.

Σημασιολογία

Βαθύς, βαθουλλωμένος: Οἱ ψιλοὶ σι ἤγκιˬαϊ βαθιˬουτοὶ ἀπὸ τὰ νηστζικουμάγρα (τὰ μάτια της ἦσαν βαθουλλωμένα ἀπὸ τὴν μακρὰν νηστείαν, πεῖναν).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/