γαλήνεμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαλήνεμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γαλήνεμα τό, ΓΞενοπ. Κοσμάκ. πρωτοξύπν. 80 ΓΒλαχογιάνν. Μεγάλ. Χρον. 70 ΘΝτόρρος ἐν ᾿Ανθολ. ΗἈποστολίδ. 279 γαλένεμαν Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. γαληνεύω.

Σημασιολογία

Καταπράυνσις. καθησύχασις, γαλήνη: Δὲν ἦταν ἡ συνηθισμένη εὐχαρίστησι ποῦ τοῦ προξενοῦσαν πάντα οἱ γλυκε͜ιὲς καμπάνες τῶν μεγάλων καμπαναρε͜ιῶν, τό νανούρισμα τό γαλήνεμα ΓΞενόπ. ἔνθ’ἀν. Τὸ γαλήνεμα τῶν τάφων τό ἀναπαυτικὸ ΓΒλαχογιάνν. ἔνθ’ ἀν. Τῆς θάλασσας τό γαλήνεμα ΘΝτόρρος ἔνθ’ ἀν. || ᾎσμ. Ὅλοι κιˬ ἂν παρ᾽γορεύκουνταν, ὅλοι κιˬ ἂν γαλενίζ’νε, ᾿ς σὸν Ἁέννεν τὸν Θöλόγον γαλένεμαν ’κ’ ἐπέμ’νεν (ὅλοι κι ἂν παρηγορειοῦνται, ὅλοι κι ἂν καταπραΰνουνται, εἰς τὸν ἅγιον Ἰωάννην τὸν Θεολόγον δὲν ἀπόμεινε γαλήνη) Τραπ. Χαλδ. Συνών. γαλήνεψι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/