γαληνευτικὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαληνευτικὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γαληνευτικὸς ἐπίθ. ΑΤραυλαντ. ἐν Ν’Εστ. 20 (1936) 1643.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γαληνεύω.
Σημασιολογία
Γαλήνιος : Εὐχάριστες καὶ τόσο γαληνευτικὲς ἐντυπώσεις. Συνών. γαλήνητος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA