-άρω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
-άρω
Τύπος
Λήμμα
Τυπολογία
-άρω κατάλ. σύνηθ.
Ετυμολογία
Ἐκ ρημάτων προελεύσεως Ἰταλικῆς, οἷον ἀμολλάρω, φουμάρω κττ. ἀπεσπάσθη τὸ - άρω ὡς καταλ. παραγωγική.
Σημασιολογία
Δι’ αὐτῆς σχηματίζονται ρήματα ἐξ ἐπιθέτων καὶ ρημάτων καὶ ἄλλων μερῶν λόγου, οἷον: engage - ἀγκαζάρω, ἀπολυτὸς - ἀπολυτάρω, ἀπολυˬῶ - ἀπολυˬάρω κττ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA