ἄρωμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄρωμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἄρωμα τό, λογ σύνηθ. καὶ δημῶδ. Μπόβ

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἄρωμα.

Σημασιολογία

Εὐχάριστος ὀσμή, μυρωδιά: Γλυκὀ εἶναι τὸ πεπόνι, ἀλλὰ δὲν ἔχει ἄρωμα. Τὰ λουλούδιˬα δὲν εἶναι φρέσκα καὶ τοὺς ἔφυγε τὸ ἄρωμα. || Ποιήμ. Τὴ ραγισμένη του καρδιˬὰ νὰ σχίσῃ γιˬὰ νὰ φύγουν τῆς νεˬότης του τ’ ἀρώματα ποῦ δὲ χωροῦν ’ς τὸ μνῆμα ΑΒαλαωρ. Ἔργα 3,232. Τ᾿ ἀγέρι πῆρεν ἄρωμα κιˬ ὁ τόπος πῆρε χρῶμα ΒΡώτας ἐν Ἀνθολ. Η’Αποστολίδ. 386.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/