γαληνίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαληνίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γαληνίζω Πόντ. (Οἰν. Σινώπ.)-Λεξ. Βυζ. γαληνίζου Εὔβ. (Κύμ.) γαληνίζ-ζου Εὔβ. (Κουρ.) γα'νίζου Στερελλ. (Ἄμφ.) γαλενίζω Πόντ. (᾿Αμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ.) ’αλανίζω Νάξ. (᾽Απύρανθ.) γαληνάου Εὔβ. (Κουρ. Κύμ. ’Οξύλιθ.) Μετοχ. γαληνημένος Μποέμ Ζωγραφ. 21.

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. γαληνίζω. Τὸ ᾽αλανίζω ἐκ τοῦ ἀμαρτ. γαλανίζω κατ᾽ ἐξακολουθητικήν ἀφομοίωσιν ἢ καὶ ἐκ παρασυσχετισμοῦ πρὸς τὸ οὐσ. γάλα.

Σημασιολογία

1) Γίνομαι γαλήνιος, ἡσυχάζω, ἐπὶ θαλάσσης καὶ ἐν γένει ἐπὶ ἀτμοσφαιρικῆς καταστάσεως Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Σινώπ. Τραπ. Χαλδ.)-Λεξ. Βυζ.: Ἡ θάλασσα ἐρχίνισεν νὰ γαλενίζ’ (ἤρχισε νὰ γαληνιᾷ) ἢ ἐγαλέντσεν (ἡσύχασε) Ἀμισ. Τραπ. Χαλδ. Ἐγαλήνισεν ὁ καιρὸς Οἰν. 2) Καταπραΰνομαι. ἡμερεύω, συνήθως ἐπὶ παιδίου Εὔβ. (Κουρ. Κύμ.) Νάξ. (Ἀπύρανθ.)-Μποὲμ ἔνθ' ἀν.: Βάλε τὸ βυζὶ νὰ γαληνίσῃ (ἐνν.τὸ παιδὶ) Κουρ. Κύμ. Ἀ ταχυτέρου κλαίει καὶ δὲ ’αλανίζει Ἀπύρανθ. Τά ’λεγε ὅλ᾿ αὐτὰ ἥσυχος καὶ γαληνημένος Μποὲμ ἔνθ’ ἀν. || ᾎσμ. Ὅλοι κιˬ ἂν παρ᾿γορεύκουνταν, ὅλοι κιˬ ἂν γαλενίζ’νε, ᾿ς σὸν Ἀέννεν τόν Θöλόγον γαλένισμαν ’κ’ ἐπέμ’νεν Χαλδ. Καὶ μετβ. καθησυχάζω, καταπραΰνω τινὰ Εὔβ. (Κουρ. Κύμ. 'Οξύλιθ.) Πόντ. (᾿Αμισ. Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ.) Στερελλ. (Ἄμφ.): Γαλενίζω τὸ μωρὸν-τὸ παιδὶν Τραπ. Χαλδ. Γαλήνισε τὸ παιδὶ ποῦ βαλάντωσε ’πὸ τὲς κλάψες Κουρ. Τὸν ἔπηρα μὲ τὸ καλὸ καὶ τὸν γαλήνικα νὰ κοιμηθῇ, γιˬατὶ ἤτανε πολὺ μεθυσμένος αὐτόθ. || Παροιμ. Μίαν κιˬ ἄλλο ἂν ἀντρίζω, | θὰ ᾿γροικῶ καὶ γαλενίζω (ὑποτίθεται λέγουσα μία γυναῖκα ὅτι ἂν ὑπανδρευθῇ δευτέραν φοράν, θὰ ἔχῃ τὴν ἀπαιτουμένην πεῖραν πῶς πρέπει νὰ καθησυχάζῃ τὸ κλαυθμηρίζον βρέφος) Χαλδ. Πβ. γαληνεύω, γαληνιˬάζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/