ἀρωματίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρωματίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀρωματίζω λογ. σύνηθ.
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. ἀρωματίζω.
Σημασιολογία
Κάμνω τι ἀρωματῶδες δι’ ᾶναμείξεως οὐσίας εὐώδους: Καφὲς ἀρωματισμένος μὲ καννέλλα ΓΞενοπ. Μαργαρ. Στέφ. 111.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA