βατε͜ιὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βατε͜ιὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βατε͜ιὰ ἡ, ἀμάρτ. βαδκε͜ιὰ Κύπρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. βατεύω.
Σημασιολογία
Ὁ χρόνος τοῦ γενετησίου ὀργασμοῦ τῶν ζῴων: Γνωμ. Καλὴ βαδκε͜ιὰ τὸν Ἄουστον ταὶ γέννα τὸν Γεν-νάριν (ἐπὶ τοῦ γινομένου εἰς τὸν ἁρμόζοντα χρόνον). Συνών. βάτεμα 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA