βατένιˬος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βατένιˬος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

βατένιˬος ἐπίθ. Χίος-ΚΘεοτόκ. Βιργ. Γεωργ. 12.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. βάτο καὶ. τῆς καταλ. -ένιˬος.

Σημασιολογία

1) Ὀ ἐκ βάτου προερχόμενος ΚΘεοτὀκ. ἔνθ’ ἀν.: Βατὲνιˬα βέργα. 2) Ὁ ἐκ βάτου κατεσκευασμένος Χίος: ᾎσμ. Καὶ ’βγάλαν του τὸ κάλυμμα καὶ τοῦ ’βάλαν ’γκαθένιον τοῦ ’βγάλαν καὶ τὸ φόρεμα καὶ τοῦ ᾽βαλαν βατένιˬο (δηλ. τοῦ Χριστοῦ).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/