γαλήνισμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαλήνισμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γαλήνισμα τό, Λεξ. Περίδ. γαλένισμαν Πόντ. (᾿Αμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. γαληνίζω.

Σημασιολογία

1) Γαλήνη, ἠρεμία θαλάσσης Λεξ. Περίδ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. γαληνισία. 2) Καθησύχασις Πόντ. (᾿Αμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ.): Τὴ μωροῦ τὸ γαλένισμαν Χαλδ. 3) Παρηγορία Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.): ᾎσμ. Ὅλοι κι ἂν παρ’γορεύκουνταν, ὅλοι κι ἂν γαλενίζ’νε, ᾿ς σὸν Ἁέννεν τὀν Θöλόγον γαλένισμαν ’κ’ ἐπέμ’νεν. Συνών. γαλένιον (ἰδ. γαλήνιος 2).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/