βατζούλλι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βατζούλλι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βατζούλλι τό, Τσακων.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. *ὑδατύλλιον. ’Ιδ. ΜΔέφνερ Λεξ. 71.

Σημασιολογία

Ὀλίγη ποσότης ὕδατος: Ἐγκίκα ἀπὸ τὰ κουία λιγάτζι βατζούλλι ψουχρἑ (ἤπια ἀπὸ τὴν κανάτα λιγάκι νεράκι ψυχρό). Συνών. νεράκι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/