γάλικος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γάλικος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γάλικος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀγάλικος Ἀθῆν. Παξ. κ. ἀ. -(᾿Εφημερ. Φιλομαθ. 7, 1137).
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γάλα καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ικος.
Σημασιολογία
1) Ὁ εὐκόλως θραυόμενος, εὔθραυστος, ἐπὶ ἀμυγδάλων ἔνθ' ἀν.: ᾿Αμύγδαλα ἀγάλικα (Ἐφημ. Φιλομαθ. ἔνθ᾽ ἀν.) Πβ. ἀθάσι 1. 2) Θηλ. ἀγάλικη ἀμυγδαλεˬά, ἡ ἀμυγδαλῆ ἡ παράγουσα τὸ εἶδος τοῦτο τῶν ἀμυγδάλων Παξ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA