γαλίμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαλίμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γαλίμα ἡ, Κρήτ. (Σητ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ συμφύρ. τῶν ὀν. γαλίφης καὶ λίμα.
Σημασιολογία
1) Λόγοι κολακευτικοὶ σκοπὸν ἔχοντες τὴν πειθώ: Μὲ τὴ γαλίμα ἐκατάφερες ’κε͜ιονὰ ποῦ ’θελες. ᾿Ασ᾽ τὴ γαλίμα, γιˬατὶ ὅ,τι κιˬ ἂν λές, ἐγὼ δὲ σοῦ πιστεύγω. 2) Μετων. ἄνθρωπος κόλαξ: ᾿Ετοῦτος εἶναι μιˬὰ γαλίμα ποῦ ἅμα σέ πιˬάσῃ, δὲ σ’ ἀφίνει, μόνο νὰ τοῦ κάμῃς ᾿κε͜ιονά ποῦ θέλει.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA