ἀσαΐττευτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσαΐττευτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀσαΐττευτος ἐπίθ. Νάξ. (᾿Απύρανθ.) κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *σαϊττευτὸς < σαϊττεύω.

Σημασιολογία

Μεταφ. ὁ μὴ δεχὓεὶς τὰ ἐρωτικὰ βέλη τινὸς ἔνθ’ ἀν.: Δὲν ἐπόμεινε gάνεὶς νεˬὸς ἀσαΐττευτος κιˬ ἀπὸ ’φτὴ dὴ gωπελλιˬὰ ᾿Απύρανθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/