ἀσαπούνιστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσαπούνιστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀσαπούνιστος ἐπίθ. ἀσαπώνιστος Πόντ. (Κερασ.) ἀσαπώνιχτος Πόντ. (Κερασ.) ἀσαπούνιστος κοιν. ἀσαπού’στους βόρ. ὶδιώμ. ἀσαπώνιγος Πόντ. (Ἴμερ. Κερασ. Κοτύωρ. Ὄφ. Σάντ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀσαπούνιγος Πελοπν. (Λακων. κ.ἀ. καὶ ἀσαπούνιστος) ἀσαπού’γους Στερελλ. (Αἰτωλ)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. σαπουνιστός < σαπουνίζω.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ σαπουνισθείς, ὁ μὴ νιφθεὶς ἢ πλυθεὶς διὰ σάωνος ἔνθ’ ἀν.: Πουκάμισα ἀσαπούνιστα. Κάλτσες- πετσέττες ἀσαπούνιστες.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/