γαλλοπουλλάκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαλλοπουλλάκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γαλλοπουλλάκι τό, κοιν. γαλλουπ’λλά’ βόρ. ἰδιώμ.
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. γαλλοπούλλα διὰ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -άκι.
Σημασιολογία
Νεοσσὸς ἰνδόρνιθος. μικρὸν γαλλόπουλλον. Συνών. γαλλί 1, γαλλοπουλλίτσα, γαλλούδιν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA