γαλοκαμένος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαλοκαμένος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γαλοκαμένος ἐπίθ. Ἄνδρ. γαλουκαμένους Θρᾴκ. (Μάδυτ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. γάλα καὶ τοῦ καμένος μετοχ. τοῦ ρ. καίω ἀντὶ γαλοκομμένος κατὰ παρετυμολογίαν πρὸς τὸ χαροκαμένος.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἀποκοπεὶς ἀπὸ τὸ θήλασμα πρωίμως, ἐπὶ ἀνθρώπων καὶ ζῴων (οἱονεὶ ὁ καμένος, ὁ δυστυχισμένος διὰ τὴν πρώιμον παῦσιν τοῦ θηλάσματος) Ἄνδρ. 2) Ὁ ἐκ νεαρᾶς ἡλικίας καχεκτικὸς ὡς μὴ φαγὼν πολὺ μητρικὸν γάλα Θρᾴκ. (Μάδυτ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/