ἀσαράντιˬαστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσαράντιˬαστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀσαράντιˬαστος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀσαράγγιˬαστε Τσακων.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *σαραντιˬαστὸς < σαραντιˬάζω.
Σημασιολογία
1) Θηλ, ἡ μὴ συμπληρώσασα εἰσέτι τὰς τεσσαράκοντα ἀπὸ τοῦ τοκετοῦ ἡμέρας καὶ μὴ προσελθοῦσα εἰς τὸν ναὸν πρὸς ἁγνισμὸν. ἐπὶ λεχοῦς. Συνών. ἀσαραντάριστος 1, ἀσαράντιστος 1, ἀσαράντωτος 1. 2) ’Εκεῖνος ποῦ εἶθε νὰ μὴ ζήσῃ τεσσαράκοντα ἡμέρας: Τ᾿ ἀσαράγγιˬαστε!
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA