ἀσάριστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσάριστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀσάριστος ἔπίθ. Κύπρ. - ΧΠαλαίσ. Συλλ. Κυπρ. ποιημ. 138.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ - καὶ τοῦ ἐπιθ. *σαριστὸς < σαρίζω.

Σημασιολογία

Ἀσκούπιστος ἔνθ’ ἀν.: Ποίημ. Ἀφήσαμεν ἀσάριστον, μαννούλλα, τὰ στενόν μας ΧΠαλαίσ. ἔνθ’ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/