ἄσαρκος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄσαρκος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄσαρκος ἐπίθ. λόγ. πολλαχ. καὶ δημῶδ Ἤπ. ἄσαρκους Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἄσαρκος.

Σημασιολογία

Ὁλιγόσαρκος, ἰσχνός, ἀδύνατος ἔνθ’ ἀν.: Ἄσαρκο ζαρωμένο μέτωπο ΚΘεοτόκ. Καραβέλ. 59 || Ποιήμ. Κ᾿ ἔγινε τώρα ὁ πόθος μου ἀεˬτός, στοιχε͜ιὸ καὶ δράκως κ’ ἐφώλεˬασε βαθεˬὰ βαθεˬὰ μέσ᾿ ᾿ς τ᾿ ἄσαρκο κορμί μου ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 2, 31 ᾽Τώρᾳ’ς τὰ χέριˬα τ᾿ ἄσαρκα φωνὴ δὲ βγάζει ἡ λύρα ΣΜαρτζώκ. Ποιήμ. 45. Συνών. ἀσάρκωτος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/