γαλόνι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαλόνι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γαλόνι τό, κοιν.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ Γαλλ. qalon.
Σημασιολογία
Ταινιοειδὲς στενὸν ὕφασμα χρυσοϋφὲς ἢ ἀργυροϋφὲς ἐπιρραπτόμενον εἰς ἱερατικὰ ἄμφια ἢ ἐνδύματα ἀξιωματικῶν τοῦ στρατοῦ πρὸς δήλωσιν τοῦ βαθμοῦ, τὸν ὁποῖον φέρουν ἐν τῇ στρατιωτικῇ ἱεραρχίᾳ: Φρ. Πῆρε ἕνα-δυˬὸ τρία γαλόνιˬα (βαθμοὺς στρατιωτικούς). Ἔχει πλάκα τὰ γαλόνιˬα (πολλοὺς βαθμούς). Τοῦ ξήλωσαν τά γαλόνιˬα (τὸν καθῄρεσαν τοῦ στρατιωτικοῦ του βαθμοῦ).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA