γαλότσα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαλότσα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γαλότσα ἡ κοιν. γαλόντζα Ἤπ. Θεσσ. γαλόσα Ζάκ. Νάξ. κ. ἀ. γαλέντζα πολλαχ. γαλέτσα Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Ἴμβρ. Σίφν.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ᾿Ιταλ qaloscia.
Σημασιολογία
1) Πρόσθετον ὑπόδημα συνήθως ἐξ ἐλαστικοῦ κόμμεως φορούμενον ἐπὶ τοῦ κυρίου ὑποδήματος πρὸς προφύλαξιν ἀπὸ τῆς ὑγρασίας, τῆς λάσπης ἢ τοῦ ψύχους κοιν. 2) Ὑπόδημα ἔχον πέλμα ξύλινον κεκαλυμμένον ὑπὸ δέρματος ἢ ὑφάσματος καί συγκρατούμενον εἰς τὸν πόδα διὰ δερματίνης ταινίας πολλαχ. Πβ. γαλότσι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA