γιδόκουρο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιδόκουρο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γιδόκουρο τό, ἐνιαχ. γιδοκούρ’ Ἤπ. (Ἰωάνν. Καστανοχ) Πόντ (Ἀργυρόπ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γίδα ἢ γίδι καὶ τοῦ ρ. κουρεύω. Διὰ την σύνθεσιν πβ. καὶ ἀρνόκουρο, κολόκουρο. Ἡ καταλ. τοῦ τύπ. γιδοκούρ’ πιθαν. κατὰ τὸ νοούμενον μαλλί.

Σημασιολογία

Συνήθως κατὰ πληθ. γιδόκουρα, αἱ περὶ τὰ ὀπίσθια σκέλη καὶ τὴν οὐρὰν τρίχες τῶν αἰγῶν, αἱ ὁποῖαι κουρεύονται πρὸ τῆς ὁριστικῆς κουρᾶς πρὸς διευκόλυνσιν τοῦ ἀμέλγματος αὐτῶν ἐνιαχ. β) Μεταφ., ἄνθρωπος ἀγροῖκος, ἄξεστος Ἤπ. (Ἰωάνν. Καστανοχ.): Αὐτὸς εἶναι γιδοκούρ’, δὲν εἶναι ἂνθρωπος Καστανοχ. Σ ’ αὐτὸ τὸ χωριˬὸ εἶναι ὅλοι γιδοκούριˬα αὐτόθ. Ὅλο γιδοκούριˬα ἔ᾽ αὐτὸ τὸ χωριˬὸ Ἰωάνν. Συνών. γδούρτης 1γ, γιδοκλέφτης 2, γιδοξούρι 1β.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/