ἀσβεστᾶς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσβεστᾶς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀσβεστᾶς ὁ, κοιν. ἀσβιστᾶς βόρ. ἰδιώμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀσβέστης καὶ τῆς καταλ. -ᾶς. Ὅτι ἡ λ. καὶ μεσν. δηλοῖ τὸ μεσν. ἐπῶν. Ἀσβεστᾶς.

Σημασιολογία

1) Ἀσβεστάρις, ὃ ἰδ͵, κοιν. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. ἐνιαχ., ὑπὸ δὲ τὸν τύπ. Ἀσβεστᾶδες καὶ ὡς τοπων. Θρᾴκ. (’Αδριανούπ.) 2) Ὁ πωλῶν ἄσβεστον κοιν. 3) Ὁ ἀσβεστωτὴς Λεξ. Δημητρ. Συνών. ἀσπριτζῆς. 4) Μεταφ. ἡ ἐψιμυθιωμένη γυνὴ Μακεδ.: Πέρασιν οὑ ἀσβιστᾶς.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/