γιδολόγος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιδολόγος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γιδολόγος ὁ, Ἤπ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Καλάβρυτ. Πλάτσ. κ.ἀ.) Θηλ. γιδολόγισσα Πελοπν. (Καλάβρυτ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γίδα ἢ γίδι καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -λόγος, περὶ τῆς ὁπ. βλ. Γ. Χατζιδ. εἰς Ἀθῆνᾶν 22 (1910), 247.
Σημασιολογία
1) Γιδοκλέφτης 1, τὸ ὁπ. βλ, Ἤπ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. κ.ἀ.) Αὐτὸς εἶν᾿ ἕνας γιδολόγος π᾿ δὲν ἀφίνει γιδάκι πουθενὰ Ἤπ. || ᾎσμ. Πιˬάστε τὸ gατσικόκλιˬεφτα, πιˬάστε τὸ γιδολόγο Ἀρκαδ Πβ. ἀβγολόγος 2. 2) Γιδοβοσκὸς 1, τὸ ὁπ. βλ, Πελοπν. (Καλάβρυτ. Πλάτσ. κ.ἀ.) Πβ. ἀγελαδολόγος 1, προβατολόγος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA