γάμμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γάμμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γάμμα τό, κοιν. καὶ Καππ. Πόντ. γάμ-μα Χίος (Πυργ.)

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. γάμμα.

Σημασιολογία

Τὸ ὄνομα τοῦ τρίτου γράμματος τοῦ Ἑλληνικοῦ ἀλφαβήτου (ἡ λ. ἀπαντᾷ εἰς ᾂσματα ἀλφαβητικά. ὅπου τὸ ὄνομα τοῦ γράμματος δὲν ἔχει οὐδεμίαν ἑτέραν σημασίαν, εἰμὴ μόνον νὰ δώσῃ μίαν σειρὰν εἰς τὰς στροφάς των, τῶν ὁποίων ἡ δευτέρα λέξις ἀρχίζει ἀπὸ τὸ ἴδιον γράμμα) ἕνθ’ ἀν.: ᾌσμ. Γάμμα, γιˬοφύρι θὰ γενοῦ τσαὶ κρουσταλλένιˬα βρύση νὰ σὶ πουτίζου νὰ γινῇς ψηλό μου κυπαρίσσι Σκῦρ. Γάμμα, ᾿γὼ γραμμένη σ᾿ ἔχου τσαί ζουγραφισμένη σ᾿ ἔχου αὐτοθ. Γάμμα, γίνομαι κομμάθιˬα | γιˬά τὰ δυό σου μαῦρα μάθιˬα Θήρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/