γαμπίτσα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαμπίτσα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γαμπίτσα ἡ, σύνηθ.
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. γάμπα διὰ τῆς παραγωγικῆς καταλ -ίτσα.
Σημασιολογία
Μικρὰ γάμπα, ὃ ἰδ.: Νὰ κ’ ἕνα κουκλάκι μιˬὰ σπιθαμή μὲ κἄτι γαμπίτσες ψιλοῦλλες σὰν τὸ καλαμάκιˬα ΚΧρηστομ. Κερέν. κούκλ. 79. Συνών. γαμπούλλα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA