γιδοσκάλωμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιδοσκάλωμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γιδοσκάλωμα τό, ἐνιαχ. γιδοσκάλουμα Πελοπν. (Μάν.) ’δουσκάλουμα Θεσσ. (Κακοπλεύρ. Μαυρέλ. Φωτειν. κ.ἀ.) Μακεδ. (Γήλοφ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γίδι καὶ σκάλωμα.
Σημασιολογία
Στενός, ἀνώμαλος δρόμος, μονοπάτι ἔνθ᾽ ἀν.: Ἔναι ἕνα γιδοσκάλουμα, δὲν ἔναι δρόμος! Μάν. Συνών. βλ. εἰς γιδόστρατα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA