γαμπρὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαμπρὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γαμπρὸς ὁ, κοιν. καί Καππ. (Σίλ. Φάρασ. κ.ἀ.) Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) γαμπρὸ Πόντ. (Ὄφ. Σούρμ.) γαμπρὲ Τσακων. γαμπρὲς Σκῦρ. γαbρὸς πολλαχ. gαμπρὸς Kαππ. (Μαλακοπ.) gαμπρὸ Ἀπουλ. Καλαβρ. γαμπὸς Λέσβ. γαbὸς Λεσβ. κραμπό ᾿Απουλ. γαμπουὸς Σαμοθρ. ᾽αμπρὸς Χίος ’αbρὸς Νάξ. (’Απύρανθ.) ’ουαbρὸς Νάξ. (Κορων.) Θηλ. γαμπρὴ ΜΦιλήντ. Γλωσσογν. 3.16 gραμπὴ Ἀπουλ. Καλαβρ. γραμπὴ Καλαβρ. κραμπὴ ’Απουλ. Πληθ. γαμπροῦδ’ Πόντ. γαbρῆδες Πάρ. γαβρ’δὲς Πάρ. (Λεῦκ.) γαμπρῆρες Καππ. (Ἀραβάν.) γαμπρούδ τά, Πόντ. (Ὄφ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. γαμβρός. Ὁ τύπ γαbρῆδες κατὰ τὰ εἰς -ῆδες ἐν τῷ πληθ. ὀνόματα.

Σημασιολογία

1) Ὁ σύζυγος γυναικὸς ἐν σχέσει πρὸς τοὺς γονεῖς καὶ ἀδελφοὺς αὐτῆς κοιν. καὶ ᾿Απουλ. Καλαβρ. Καππ.(Ἀραβάν. Μαλακοπ. Σίλ. Φάρασ. κ.ἀ.) Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ.Ὄφ. Σούρμ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Τσακων.: Ἔναν καλὸ γαμπρό ! (εὐχὴ πρὸς νέαν) κοιν. || Γνωμ. Γαμπρὸς υἱγιˬὸς δὲ γίνεται καὶ νύφη θυγατέρα (ὅτι παρ' ὅλον τὸν στενὸν δεσμὸν τοῦ γάμου ὁ γαμβρὸς καὶ ἡ νύφη δὲν δύνανται νὰ εἶναι ἴσοι πρὸς γνήσια τέκνα) κοιν. || Παροιμ. Ὁ μουρλὸς γαμπρὸς | περιμένει ’ς τοῦ πεθεροῦ τὸ βιˬὸς (ὅτι δὲν πρέπει νὰ ὑπολογίζῃ τις εἰς τὴν περιουσίαν τῶν γονέων τῆς συζύγου) Πελοπν. (Λάστ.) ᾿Ανάθεμα γονεˬοὺς γονεˬοὺς καί μερικὲς μητέρες, ποῦ δὲ διαλέγουν τοὺς γαμπροὺς ὠσὰν τοὶς θυγατέρες (ὅτι δὲν εἶναι ὀρθὸν νὰ δίδεται ὀλιγωτέρα προσοχὴ εἰς τὴν ἐκλογὴν καὶ ἀπόκτησιν γαμπροῦ ἤ νύμφης) ΝΠολιτ. Παροιμ.3, 391. Ὅπ’ δὲν ἔχει γαμπρὸ, δὲν ἔχει γάιδαρο (ὅτι ἡ θέσις τοῦ γαμβροῦ πλησίον τῶν πεθερικῶν του εἶναι κἄπως μειονεκτικὴ) Ἤπ. (᾿Ιωάνν.) Μὲ τὴ μιˬά μου θυγατέρα | τέσσερους γαμπροὺς ἐπῆρα (ἐπὶ τοῦ ὑποσχομένου εἰς πολλοὺς ἓν καὶ τὸ αὐτὸ πρᾶγμα) Πάρ. β) Ὁ μελλόνυμφος ἢ ὁ νυμφίος κοιν.: Καμαρώνει-κορδώνεται-στέκεται σὰ γαμπρὸς. Καὶ γαμπρὸς ! (εὐχὴ πρὸς νέον) κοιν. || Παροιμ. φρ. Ὅρ’σε, γαμπρέ, κουφέττα (ἐπὶ τοῦ ἀκαίρως ποιοῦντός τι ὡς ὁ κατὰ τὴν τελετὴν τοῦ γάμου προσφέρων κουφέττα εἰς αὐτὸν τὸν γαμβρόν, ἐνῷ ταῦτα κατ’ ἔθος προσφέρονται εἰς τοὺς κεκλημένους) πολλαχ. || Παροιμ. Σὰ θέλ’ἡ νύφη κιˬ ὁ γαμπρὸς, | τύφλα νά’χῃ ὁ πεθερός (ὅταν ὁ νέος καὶ ἡ νέα ἀγαπῶνται, δὲν δύναται νὰ ἐμποδίσῃ τὴν ἕνωσιν ἡ ἄρνησις τῶν γονέων των. ᾿Ιδ. ἌνθΠαπαδόπ. ἐν Λεξικογρ. Δελτ. 6, 68) κοιν. Τὸ μῆνα ἔχει ὁ γαμπρὸς καὶ τὴ βδομάδα ἡ νύφη (ὁ γαμβρὸς ὁρίζει τὸν μῆνα τοῦ γάμου καὶ ἡ νύμφη τὴν ἑβδομάδα, ἵνα μὴ συμπέσῃ ἡ ἔμμηνος ροὴ) Πελοπν. (Γορτυν.) ᾿Εδιάκα γιˬὰ γαμπρὸς καὶ βρέθηκα κουνιˬάδος (ἐπὶ τοῦ παρὰ προσδοκίαν ἀντὶ ἀγαθοῦ εὑρίσκοντος κακὸν) αὐτόθ. Νά ’χα τοῦ γαbροῦ τὴ χάρι | καὶ τῆς νύφης τὸ καμάρι (εὐτυχὴς ὁ γαμβρὸς διὰ τὴν χάριν τοῦ νὰ τὸν κολακεύουν καὶ περιποιοῦνται ὅλοι, ἡ δὲ νύμφη διὰ τὸ καμάρι ποῦ ἐπιδεικνύει, ἐνῷ ὅλοι προσπαθοῦν νὰ τὴν ἀναδείξουν ὡραίαν) Κεφαλλ. γ) Ὁ ἀνὴρ ὁ ἐγκαταλείπων τὴν οἰκογένειάν του καὶ εἰσερχόμενος εἰς τὴν οἰκογένειαν τῆς συζύγου, ἐσώγαμβρος πολλαχ.: Ἔχει μοναχοκόρη καὶ θὰ πάρῃ γαμπρό. Τὸ θηλ. γαμπρή, ἡ νύμφη Ἀπουλ. Καλαβρ. - ΜΦιλήντ. ἔνθ' ἀν. 2) Ἐνα μέλος τῆς ὁμάδος τῶν μετημφιεσμένων Θεσσ. 3) Πληθ. γαμπροί, εἶδος παιδιᾶς οἰκογενειακῆς Σάμ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/