ἀσβεστοτύρι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσβεστοτύρι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀσβεστοτύρι τό, Λεξ. Δημητρ. ἀσβεστότυρο ἐνιαχ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. ἀσβέστης καὶ τυρί. Πβ. καὶ μεσν. ἀσβεστότυρος.
Σημασιολογία
Τυρὸς παρεσκευασμένος ἐξ ἀποβουτυρωθέντος γάλακτος, ἄγευστος καὶ ξηρός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA