γαμῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαμῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γαμῶ κοιν. καί Πόντ. γαμοῦ Ἤπ. ’αμῶ Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) μῶ Πόντ. (’Αμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Κρώμν. Τραπ. Χαλδ.) γαμίζω Κάρπ.

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. γαμῶ=λαμβάνω γυναῖκα, νυμφεύομαι. Οἱ τύπ. ’αμῶ καὶ μῶ κατ᾿ εὐφημισμὸν.

Σημασιολογία

1) Συνέρχομαι γυναικί, βινῶ κοιν. καὶ Πόντ. 2) Οἱ τύποι ᾿αμῶ καὶ μῶ μόνον ἐπιφωνηματικῶς εἰς δήλωσιν θαυμασμοῦ, ἐκπλήξεως κττ.: Μῶ σε, πότε ἔρθες ; (ἦρθες) Τραπ. Χαλδ. Μῶ σε, ντό παλαλὸς ἔν’ ! (βρέ, τί παλαβὸς ποῦ εἶναι !) αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/