γάνα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γάνα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γάνα ἡ, πολλαχ. δάνα Κύπρ. δάνη Κύπρ.

Ετυμολογία

᾿Αγνώστου ἐτύμου.

Σημασιολογία

Α) Κυριολ. 1) Ἡ πρασίνη σκωρία τῶν ἀγανώτων χαλκίνων σκευῶν πολλαχ. β) Μετων. ἄνθρωπος φορτικὸς Λέσβ.: Αὐτὸς εἶνι γάνα, δὲ ξικουλλᾷ. 2) Ἡ κολλώδης πρασίνη ὕλη ἡ σχηματιζομένη εἰς τὴν ἐπιφάνειαν τῶν στασίμων λιμναίων ὑδάτων Κάρπ. Λέσβ. 3) Ὕλη μέλαινα σχηματιζομένη εἰς τὰ ἀγγεῖα τὰ ἐπιτιθέμενα εἰς πυρὰν πολλαχ.: Ὁ φοῦρνος δὲ φοβᾶται ἀπὸ γάνες (ὁ ἔχων κακὴν φήμην δὲν φοβεῖται τὴν φήμην νέας κακῆς του πράξεως) Κεφαλλ. Νά ᾽χι ὁ γάιδαρους ἀνάγ’ ἀπὸ βρισιˬὲς κιˬ οὑ φοῦρνους ἀπὸ γάνις (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Στερελλ. (Αἰτωλ.) β) Κηλὶς οἱαδήποτε πολλαχ.: Ἔχει γάνες 'ς τὰ μοῦτρα του Ἤπ. Τοὺν γάνουσαν μί γάνα ᾽ς τοὺ μοῦτρου τ᾿ Αἰτωλ. || Φρ. Βάνου γάνα ᾿ς τοὺ πρόσουπου μ᾽ (προσάπτω ἐμαυτῷ καταισχύνην) Ἤπ. Βγάζου τσοὶ γάνις ἀπ’ τοὺ πρόσουπου μ᾽ (ἀπαλλάττομαι τῆς καταισχύνῃς) Αἰτωλ. Συνών. μουντζούρα. γ) Μεταφ. αἰσχύνη, καταισχύνη πολλαχ.: Φρ. Ἄνθρωπος τῆς πομπῆς καὶ τῆς γάνας. Γυναῖκα τῆς πομπῆς καὶ τῆς γάνας || ᾎσμ. Κοdὴ γυναῖκα πέρδικα, ψηλὴ καραμαdάνα, ψηλὸς ἅdρας σὰν ἄγγελος, κοdὸς bοbὴ καὶ γάνα Μάν. δ)Μετων. ἄνθρωπος πρόστυχος, ἄξιος πομπεύσεως Ζάκ. Λευκ. κ.ἀ. 4)Τὸ λευκάζον ἐπίχρισμα τῆς γλώσσης τὸ σχηματιζόμενον ἀπὸ ἀσθένειαν ἢ ὑπερβολικὴν δίψαν πολλαχ.: Ἔβγαλε γάνα ἡ γλῶσσα μου. β)Τὸ καθ᾽ ὑπερβολὴν ἁλμυρὸν φαγητὸν τὸ προκαλοῦν δίψαν Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) κ.ἀ. 5) Ἡ ἅλμη Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.): Φρ. Τὸ φαεῖ ἔγινε γάνα (πολὺ ἁλμυρόν). Β) Μεταφ. 1) Θυμὸς Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.): Ἀπ’ τὴ γάνα τ’ς τό ’καμε Σαρεκκλ. 2) ᾿Ασχολία, φροντὶς Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Λέσβ. Μέγαρ. κ.ἀ.: Ὅγιˬους ἔ’ μουρά, ἔ’ γάνις κὶ φαρμάτσιˬα Λέσβ. Πβ. γανάδα, γανάδι, γανιˬὰ (Ι) γανιˬάδα, γανίλα, γάνος (II).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/